Μετά την πρόσφατη επίσημη παραδοχή από μέρους της ότι κατέβαλε χρηματικά ποσά σε τρίτους κατά την πώληση μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Αυστρία, η κατασκευάστρια εταιρεία Airbus, απαντώντας το μεσημέρι σε ερώτηση του Αυστριακού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΡΑ), αναφέρει ότι σήμερα γνωστοποίησε στις αυστριακές αρχές τα ονόματα των 14 προσώπων στα οποία είχε καταβάλει συνολικά 55 εκατομμύρια ευρώ, χωρίς ωστόσο να δώσει στη δημοσιότητα τα ονόματα αυτά.
Όπως τονίζει η εταιρεία, για την ίδια δεν υπάρχουν εκπλήξεις, “τα αντίστοιχα ονόματα και οι μεμονωμένες πληρωμές είναι γνωστά στην Εισαγγελία εδώ και χρόνια. Παρόλα αυτά και έπειτα από αίτημα της Εισαγγελίας Οικονομικών και Διαφθοράς Βιέννης, της ανακοινώσαμε σήμερα τα ονόματα των 14 αποδεκτών και το ύψος των μεμονωμένων πληρωμών”.
Από την πλευρά της, η Εισαγγελία Οικονομικών και Διαφθοράς, επικαλούμενη το γεγονός ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η σχετική διαδικασία, αρνήθηκε να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες στο ΑΡΑ.
Στο πλαίσιο των συμφωνηθέντων με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοινώσεων της περασμένης εβδομάδας, η Airbus στην ανακοίνωση της στο ΑΡΑ απορρίπτει όλες τις κατηγορίες για δωροδοκίες, επισημαίνοντας ότι ούτε η ίδια έχει αναφέρει, αλλά ούτε και έχει υπάρξει από το αυστριακό υπουργείο η κατηγορία ότι τα 55 εκατομμύρια ευρώ ήταν πληρωμές για δωροδοκία “στο πνεύμα του αμερικανικού νόμου κατά της διαφθοράς”.
Νωρίτερα σήμερα, μετά την εβδομαδιαία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης συνασπισμού του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος και των Πράσινων, η υπουργός ‘Αμυνας Κλαούντια Τάνερ (του Λαϊκού Κόμματος) ζήτησε να υπάρξει εθνική στήριξη όλων των κομμάτων για να επιτευχθεί με όλα τα νομικά μέσα η καταβολή αποζημίωσης από πλευράς Airbus, καθώς, όπως τόνισε, “το ματς είναι τώρα Αυστρία εναντίον Airbus και η Αυστρία θα κερδίσει αυτό το ματς”.
Από την πλευρά του, ο Αυστριακός αντικαγκελάριος και αρχηγός των Πράσινων Βέρνερ Κόγκλερ επισήμανε πως για να κερδηθεί αυτό το ματς θα πρέπει να ληφθούν μέτρα σε τρία
επίπεδα: κατά πρώτον θα πρέπει να εξοπλιστεί η Εισαγγελία Οικονομικών και Διαφθοράς με όλα τα μέσα για να προχωρήσει γρήγορα, κατά δεύτερον θα πρέπει παράλληλα να προετοιμαστεί μία αστική αγωγή.
Κατά τρίτον, σύμφωνα με τον αντικαγκελάριο, “θα πρέπει να υπάρξει αντιπαράθεση με αυτόν τον όμιλο, του οποίου η στάση είναι απαράδεκτη και θα πρέπει να γίνει θέμα σε διεθνές επίπεδο, κάτι που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορη την Airbus, και η Αυστρία έχει την πείρα και την εμπειρογνωμοσύνη να το θέσει κατά τέτοιον τρόπο ώστε άλλοι εν δυνάμει αγοραστές να γνωρίζουν με ποιον έχουν να κάνουν”.
Αξίζει να σημειωθεί, πως η Αυστριακή υπουργός ‘Αμυνας Κλαούντια Τάνερ, έπειτα από πρώτες επιφυλακτικές της τοποθετήσεις, είχε αναγκαστεί την περασμένη εβδομάδα, αντιδρώντας στην άσκηση πιέσεων από την αυστριακή αντιπολίτευση, να ανεβάσει τους τόνους απέναντι στην Airbus.
Η ίδια είχε ζητήσει “να υπάρξει επιτέλους αλήθεια και σαφήνεια από την Airbus”, κάτι που, όπως τόνιζε, “δικαιούνται οι Αυστριακοί έπειτα από 17 χρόνια”, ενώ, απειλώντας ταυτόχρονα με αποχώρηση της Αυστρίας από την σύμβαση, ανέφερε ότι αναμένει από την εταιρεία “ευρεία και πλήρη συνεργασία” και ζήτησε συνεργασία με την Εισαγγελία “εάν πρόκειται για πρόσωπα και οργανώσεις που υπήρξαν αποδέκτες των δωροδοκιών”.
“Η Airbus θα με γνωρίσει από την καλή”, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά η Αυστριακή υπουργός ‘Αμυνας, επισημαίνοντας πως δεν είναι δυνατόν να καταβάλλονται αποζημιώσεις στην Γερμανία, την Βρετανία και τις ΗΠΑ για παρόμοιες υποθέσεις και να μην συμβαίνει το ίδιο με την Αυστρία.
Η κατασκευάστρια εταιρεία Airbus είχε προχωρήσει τέλη Ιανουαρίου σε συμφωνίες με την γαλλική, την βρετανική και την αμερικανική Δικαιοσύνη για την καταβολή προστίμων ύψους σχεδόν 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς στο πλαίσιο των σχετικών ερευνών παραδέχθηκε ότι είχε προβεί σε δωροδοκίες κατά τις συναλλαγές για τις πωλήσεις των αεροσκαφών της.
Στα έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την αμερικανική Δικαιοσύνη, η Airbus παραδέχεται και τις πληρωμές 55,1 εκατομμυρίων ευρώ “σε 14 πρόσωπα”, κατά την πώληση των αεροσκαφών Eurofighter στην Αυστρία το 2003.
Η παραγγελία, αρχικά 24 Eurofighter, είχε γίνει το 2002 από την τότε αυστριακή κυβέρνηση συνασπισμού του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος του καγκελάριου Βόλφγκανγκ Σιούσελ και του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων του Γεργκ Χάιντερ και έναν χρόνο αργότερα η παραγγελία μειώθηκε σε 18 αεροσκάφη, με την αξία τους να φθάνει τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ.
Το 2012 ο νέος συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών και Λαϊκού Κόμματος, που είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας τον Ιανουάριο του 2007, είχε ζητήσει αναθεώρηση της παραγγελίας υπό το φως των κατηγοριών για δωροδοκίες επί δεξιάς-ακροδεξιάς κυβέρνησης συνασπισμού, ενώ επιτροπή της αυστριακής Βουλής ανέλαβε τότε τη διερεύνηση της υπόθεσης, χωρίς όμως να καταλήξει σε αποτέλεσμα.
Τον Φεβρουάριο του 2017, παράλληλα με την έναρξη του έργου νέας εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, ο Σοσιαλδημοκράτης τότε υπουργός ‘Αμυνας Χανς Πέτερ Ντόσκοτσιλ κατηγόρησε τον ευρωπαϊκό αμυντικό κολοσσό Airbus, κατασκευαστή των Eurofighter, για εσκεμμένη παραπλάνηση και απάτη σε σχέση με την αρχική παραγγελία, καταθέτοντας μήνυση εναντίον του στην Εισαγγελία της Βιέννης και απαιτώντας αποζημίωση ύψους 183,4 εκατομμυρίων ευρώ.
Η παραπλάνηση και απάτη φέρεται να είχε προξενήσει έως τότε ζημία ύψους 1,1 δισεκατομμυρίου ευρώ στο αυστριακό κράτος, επειδή τα αεροσκάφη είναι πολύ δαπανηρά στη διάρκεια των επιχειρήσεων, κοστίζοντας στη χώρα ετησίως για την λειτουργία τους πάνω από 80 εκατομμύρια ευρώ.