«Το προφίλ των ανθρώπων που ψάχνει σπίτι αλλάζει» τόνισε η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη σε συζήτηση με τον CEO της Dimand, Δημήτρη Ανδριόπουλο στο πλαίσιο της 25ης Prodexpo.
«Είναι αρκετά τα άδεια σπίτια που δεν χρησιμοποιούνται. Σε καθαρούς όρους αγοράς το ζήτημα της κοινωνικής στέγης είναι και λίγο περιθωριακό», ανέφερε χαρακτηριστικά η Σοφία Ζαχαράκη, η οποία φέρνοντας σαν παράδειγμα την αλλαγή του προφίλ όσων ψάχνουν σπίτια, είπε σχετικά με τη φοιτητική στέγη πως «παρόλο που έχει δοθεί αυξημένη επιχορήγηση, δεν θέλουν να συγκατοικήσουν πάρα πολύ τα παιδιά. Στα Ιωάννινα, τα Τρίκαλα, την Κομοτηνή, υπάρχει η τάση να βρουν σπίτια μόνα τους».
Σε ό,τι αφορά την πολιτική της κυβέρνησης για την κοινωνική στέγη ανέφερε πως «δεν ήταν μόνο το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας. Έχει ξεκινήσει η εφαρμογή στεγαστικής πολιτικής με κοινωνικό πρόσημο, για να δουλευτεί και το κομμάτι της προσφοράς, το οποίο στοχεύει με την φοροαπαλλαγή στο άνοιγμα κενών διαμερισμάτων. Αυτή ήταν η στόχευση. Αλλά και σε προγράμματα ανακαίνισης είτε ενεργειακής αναβάθμισης, άρα αξιοποίηση του αποθέματος».
Η υπουργός ξεκαθάρισε ακόμα ότι η κυβέρνηση δεν έχει την παραμικρή διάθεση να επιστρέψει σε συνταγές του παρελθόντος, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως: «Δεν θα φτάσουμε ποτέ ξανά σαν κράτος να χτίσουμε εργατικές κατοικίες. Δεν κρίνεται ως επιτυχημένο στην ολότητά του αυτό το εγχείρημα. Αξιοποίηση του υπάρχοντος αποθέματος από τις ιδιωτικές κατοικίες. Πολύ καλή και γρήγορη εκπόνηση των σχεδίων και βέβαια απόλυτο σεβασμό στις νέες καταστάσεις».
Παράλληλα, η Σοφία Ζαχαράκη αναφέρθηκε και σε ένα «νέο είδος διαμερίσματος». Συγκεκριμένα, τόνισε πως «έχουμε μια πρόσκληση για διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης για να βγαίνουν τα παιδιά που είναι στα ιδρύματα. Δεν θα καλύψει το ενδιαφέρον της αγοράς. Το να ανακαινίσεις ένα διαμέρισμα που θα επιτρέψει σε τέσσερα παιδιά να μείνουν με ψυχολόγο, λειτουργό, βοηθά σε μια πιο ανθρώπινη κοινωνία».
Η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας προανήγγειλε και τη δεύτερη φάση παρεμβάσεων της στεγαστικής πολιτικής της κυβέρνησης. «Ξεκινούν τα επιδοτούμενα δάνεια και για «νέους» μέχρι 50 ετών. Αυτό θα μας δώσει μια νέα σειρά έξυπνων λύσεων και μια ανακατεύθυνση. Να πάμε στην προσιτή κατοικία, να δούμε και τις γειτονιές. Οι πολιτικές που είπαμε δεν θα μπορούσαν να γίνουν χωρίς τη στήριξη του υπουργείου Οικονομικών, του Ταμείου Ανάκαμψης και των επιτελικών δομών μας που τρέχουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Αν δεν υπήρχαν αυτοί δεν θα μπορούσα να σας πω ότι πετύχαμε 2-3 πράγματα».
Από την πλευρά του ο Δημήτρης Ανδριόπουλος, σημείωσε πως μια σημαντική κίνηση για το «ξεκλείδωμα» των αποθεμάτων κτιρίων θα ήταν η σύνδεση με αποκομμένες περιοχές της Αθήνας. «Υπάρχουν ολόκληρες γειτονιές και περιοχές, που είναι αποκομμένες από τη λειτουργία της πόλης. Πιστεύουμε ότι αν ενταχθούν οι γειτονιές όπως Άγιοι Ανάργυροι, Μενίδι, Ζεφύρι, Θρακομακεδόνες, αν με κάποια μέσα σταθερής τροχιάς αποκτήσουν εγγύτητα με την πόλη, εκεί μπορεί να βρει κανείς μεγάλο στοκ».
Παράλληλα, κάλεσε το υπουργείο και την κυβέρνηση σε διάλογο λέγοντας πως «πρέπει να φωνάξετε την αγορά, να την ακούσετε, να φιλτράρετε και να καταλήξετε στο πρότζεκτ της κοινωνικής αντιπαροχής και να πετύχουμε. Το πρόβλημα που προσπαθούμε να λύσουμε και κυρίως η κυβέρνηση είναι σε δύσκολη χρονική στιγμή για την αγορά. Το 2013 που δεν κινείτο τίποτα, μιλούσαν για 160.000 άδεια διαμερίσματα».
Ακόμα μιλώντας για το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κατασκευαστικός κλάδος, τόνισε: «Υπάρχει τεράστιο ζήτημα προσωπικού όλων των επιπέδων και όλων των ειδικοτήτων. Με την εξομάλυνση της οικονομίας και την ανάπτυξη, έχουν διορθωθεί οι τιμές στα επίπεδα του 2008. Οι τιμές ανεβαίνουν επί 6 χρόνια για να φτάσουν το -70% που είχε συμβεί. Είναι δύσκολο να κατευθυνθούν πόροι στην κοινωνική κατοικία από το να κάνουν ένα πολυτελές ακίνητο. Σ’ αυτό πρέπει να παρέμβει η κυβέρνηση και να συνεργαστεί με τους ιδιώτες για το modus vivendi. Η Γλυφάδα πουλάει 12.000 το μέτρο, πώς να ασχοληθεί κάποιος να φτιάξει στα Λιόσια για να το πουλάει 2.500 ευρώ το μέτρο; Οι δύο πλευρές πρέπει να κάνουν μια συμφωνία, συμφωνία ότι κάθε εταιρεία, σε κάθε project θα πρέπει να κατευθύνει ένα κομμάτι της επένδυσης και σ’ αυτό».