Γιάννης Στουρνάρας για έκθεση Ντράγκι: «Να προχωρήσουμε γρήγορα»

Η έκθεση Ντράγκι αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην επίλυση των προβλημάτων ανταγωνιστικότητας –και όχι μόνο– που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα έλεγα ότι είναι ανάλογης σημασίας με την έκθεση Ντελόρ για την ενιαία αγορά και πρέπει να διαβαστεί μαζί με την έκθεση Λέτα, σχετικά με το μέλλον της ενιαίας αγοράς, που παρουσιάστηκε τον περασμένο Απρίλιο, διότι είναι συμπληρωματικές σημειώνει σε άρθρο του  στην Καθημερινή της Κυριακής ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

Κατ’ αρχάς κάνει διάγνωση των αιτίων υστέρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τις ΗΠΑ και στη συνέχεια προχωρεί σε προτάσεις. Επί της ουσίας, διαπιστώνει υστέρηση σε δύο τομείς: Πρώτον, σε επενδύσεις, γι’ αυτό και προτείνει να αυξηθούν κατά 4,5% περίπου του ευρωπαϊκού ΑΕΠ και δεύτερον, σε ευελιξία, σε διαρθρωτικές αλλαγές και σε παραγωγικότητα.

Για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων προτείνει κατάλληλες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επιλύουν προβλήματα από την πλευρά της προσφοράς. Αγγίζει όλα τα θέματα για τα οποία έχουν μιλήσει πολλοί στο παρελθόν, όπως η πολυδιάσπαση της Ευρώπης, και προτείνει να προχωρήσει άμεσα η Τραπεζική Ένωση, με την Πανευρωπαϊκή Εγγύηση Καταθέσεων, με το Πλαίσιο Διαχείρισης Κρίσεων και Ασφάλισης Καταθέσεων, με την Ένωση των Κεφαλαιαγορών.

Επιπλέον, η έκθεση τονίζει κάτι πολύ σημαντικό: ότι το να καθυστερούμε για να βρούμε συναίνεση στην επίλυση των προβλημάτων δεν βοηθά. Πρέπει να προχωρήσουμε το ταχύτερο δυνατόν στα μέτρα τα οποία προτείνει.

Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, ο Ντράγκι δεν θεωρεί ότι η αύξησή τους κατά 4,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ μπορεί να προέλθει εξ ολοκλήρου από τον ιδιωτικό τομέα. Υποστηρίζει ότι κατά το 25% περίπου πρέπει να προέλθει από κοινή έκδοση χρέους, όπως έγινε με το Ταμείο Ανάκαμψης στην πανδημία.

Σημειώνω εδώ ότι οι προτάσεις του για τις επενδύσεις αποτελούν κεντρικό σημείο της έκθεσης και αναπόσπαστο στοιχείο της, καθώς αφορούν τόσο την ενίσχυση της ζήτησης, όσο και της προσφοράς και της παραγωγικότητας. Δεν βοηθά λοιπόν η απόρριψη του σημείου αυτού της έκθεσης, όπως έσπευσαν να κάνουν ορισμένοι πολιτικοί.

Γνωρίζουμε άλλωστε από άλλες μελέτες, της ΕΚΤ και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, ότι η υστέρηση της Ευρώπης σε σύγκριση με τις ΗΠΑ ως προς την παραγωγικότητα, που θεωρείται ένα από τα βασικότερα προβλήματα της Ευρώπης, οφείλεται κυρίως στην υστέρηση των επενδύσεων.

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι προτάσεις Ντράγκι αφορούν τη βελτίωση της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς της και δεν αφορούν ένα συγκεκριμένο μπλοκ χωρών, π.χ. τον ευρωπαϊκό Νότο ή επιμέρους κλάδους. Είναι λάθος να το βλέπει κάποιος από τη σκοπιά αυτή. Σημαντικό ρόλο δεν διαδραματίζει μόνο ο όγκος των επενδύσεων, αλλά και πού κατευθύνονται αυτές. Πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων έχει δείξει ότι οι επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και σε ανθρώπινο κεφάλαιο είναι 4 φορές πιο παραγωγικές απ’ ό,τι οι επενδύσεις σε ακίνητα.

Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος μιας νομισματικής ένωσης που με τις προτάσεις Ντράγκι θα αρχίσει σταδιακά να αποκτά και ισχυρότερα χαρακτηριστικά μιας Οικονομικής Ένωσης, μιας τραπεζικής ένωσης, μιας ένωσης κεφαλαιαγορών και μιας δημοσιονομικής ένωσης, αναμφισβήτητα θα ωφεληθεί. Οι πολλαπλασιαστές της οικονομικής δραστηριότητας θα είναι ισχυρότεροι, το δυνητικό προϊόν θα αυξηθεί, η συνοχή θα είναι ισχυρότερη, οι επιμέρους στρεβλώσεις που επηρεάζουν αρνητικά τις περιφερειακές αγορές, όπως π.χ. στην αγορά ενέργειας, θα αμβλυνθούν, ενώ θα ωφεληθεί και από τον συντονισμό των πολιτικών, ιδιαίτερα στον τομέα της άμυνας.

Δεν ισχυρίζομαι ότι όλα όσα αναφέρει η έκθεση διατυπώνονται για πρώτη φορά, το αντίθετο μάλιστα, έχει στηριχθεί σε σημαντικές μελέτες οργανισμών και ακαδημαϊκών, κυρίως της ΕΚΤ, της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ιδιωτών οικονομολόγων και ακαδημαϊκών. Ωστόσο το βάρος του ονόματος Ντράγκι και η μεγάλη του προσφορά στα δημόσια πράγματα της Ευρωζώνης προσδίδουν αναμφίβολα κύρος και βαρύτητα στις ιδέες αυτές.

Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι η έκθεση και οι κατευθύνσεις που δίνει για να ξεπεραστεί το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. πρέπει να τύχουν της απαραίτητης προσοχής των ανθρώπων που αποφασίζουν για το μέλλον της.